ζυμίωσις

ζυμίωσις
ζυμίωσις, ἡ (Α)
1. η ζύμωση
2. θέμα έργου τού Ζώσιμου Αλχημιστού το οποίο δεν διασώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το ζύμωσις σαν από αρχ. τ. *ζυμιώ < *ζύμιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζυμιώσεως — ζυμιώσεω̆ς , ζυμίωσις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”